Στο τσέγκι
Σε μια στροφή στο τσεγκί
άρχισε η ζωή να φέγγει
η φτώχεια σα με κοπανούσε
Έξι νομάτοι σ' ένα δώμα
και γώ έβριζα τον Μαμμωνά
γιατί άλλους τους κερνά
και μένα διάλεξε να με πονά.
Στάχτη το κάναν οι Ναζί
να μην μπορεί κανείς να ζεί
σ' αυτό το όμορφο χωριό
που δεν αφήσαν μαγειρειό.
Μα έσπειραν την ρουφιανιά
σε κάθε ρούγα και γωνιά
που στο πετσί μου τόχα νιώσει
ο γείτονας θα σε καρφώσει.
Μα ευτυχώς ψυχής χρησμός
έγινε μέσα μου σεισμός
και τό σκασα σαν φαντομάς
κι έγινα ξενιτιάς νομάς.
Μήτ